- κοκάλια
- κοκάλια (vv. ll. [full] κοκκάλια, [full] κωκάλια), ων, τά, small shell-fish like a periwinkle, Arist.HA528a9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοκκάλια — και κοκάλια και κωκάλια, τα (Α) είδος μικρών οστρακοδέρμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τη λ. κόχλος] … Dictionary of Greek
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek